Κάποτε ἦταν τό παραμυθάκι μου....Τό 'φτιαχνα καί τό ζύμωνα στό παιδικό μου μιαλό κι ὕστερα τό ἀποτύπωνα στό χαρτί...Τοῦ 'δινα ζωή ἀπό τή δική μου....Τό πήγαινα στό σχολεῖο κι ἡ δασκάλα μου, πού ἦταν μεγάλη σέ ἡλικία καί στριμμένη, ὅπως τήν ἔλεγα, ἔμενε ἐντυπωσιασμένη...
"Πῶς μπορεῖ καί γράφει τόσο ὄμορφα παραμύθια μικρό παιδί?"..., ρωτοῦσε καί ξαναρωτοῦσε...
Τό παραμυθάκι μου μεγάλωνε καί ἅπλωνε.....Ξεκίνησε μέ ἕνα γατάκι κακομαθημένο, πού χάθηκε στό δάσος, καί τό φιλοξένησε μιά σκυλίτσα στό ζεστό της σπιτάκι, καί τό τάιζε καί τό πότιζε καί τοῦ 'χε ζεστό κρεββατάκι νά ξεκουράζεται μέ τήν προϋπόθεση νά μάθει καλούς τρόπους τά κακομαθημένα της κουταβάκια...
Παιδέυτηκε τό γατάκι, ἀλλά στό τέλος βρῆκαν τή χρυσή τομή κι ἀπόκτησε καί κεῖνο καλούς τρόπους μέχρι πού ξαναγύρισε στό σπίτι του κι οἱ γονεῖς του ἦταν τρισευτυχισμένοι μέ αὐτή τήν ἀλλαγή.....Καί ζήσανε αὐτοί καλά καί μεῖς καλλίτερα...
Ὕστερα τό παραμυθάκι ἄρχισε νά κλαίει μαζί μου....Ἔφτιαξε ἕνα κοριτσάκι, πού μιά κακιά μάγισσα τοῦ φόρεσε στά μπράτσα δυό χειροπέδες χρυσές καί πολύ ὄμορφες, μά τοῦ ἔσφιγγαν πολύ τά χέρια καί ὑπόφερε....Ἔτρεχε στό δάσος καί παρακαλοῦσε νά λυθοῦν τά μάγια τῆς κακιᾶς μάγισσας καί νά σπάσουν οἱ χρυσές χειροπέδες...
Κι ἦρθε μιά λευκή σιλουέττα μισοδιάφανη σά τούλι μπομπονιέρας ἀπό γάμο ἤ βαφτίσια κι εἶπε στό κοριτσάκι νά κοιτάζει πάντα τόν οὐρανό, κάθε μέρα, κάθε ὥρα κι οἱ χρυσές χειροπέδες ἔσπασαν καί ξαφανίστηκαν...Καί ζήσανε αὐτοί καλά....
Ὕστερα τό παραμυθάκι ἄρχισε νά πονάει μαζί μου....Ἔφτιαξε κάτι μυρμηγκάκια πού ζοῦσαν κάθε στιγμή μέ τό φόβο μή τά πατήσει κατά λάθος ὁ φύλακας ἐλέφαντας καί τά λιώσει.....Βρῆκαν μέχρι καί δηλητήριο γιά νά ποτίσουν τόν ἐλέφαντα νά ἡσυχάσουν μά οὔτε κἄν θά τολμοῦσαν νά τό χρησιμοποιήσουν...
Τόν φοβόντουσαν τόν φύλακα ἐλέφαντα, πού ἦταν τόσο μεγάλος καί βαρύς μά ὅμως θά πέθαιναν ἀπό θλίψη ἄν τόν ἔβλεπαν νά σωριάζεται νεκρός ἐξ αἰτίας τους....Κι ἔτσι συνέχισαν νά ζοῦν μέ τό φόβο καί προσπαθοῦσαν κάθε στιγμή νά βρίσκουν τρόπο νά ξεφεύγουν άπό τά βαριά του πόδια....Καί ζήσανε αὐτοί....
Κι ὕστερα τό παραμυθάκι πονοῦσε κι ἔκλαιγε, ἔκλαιγε καί πονοῦσε μαζί μου κι ἄρχισε σιγά-σιγά νά σβήνει....Κι ἡ δασκάλα γκρίνιαζε κατσουφιασμένη κι ἔλεγε "τή χάσαμε τήν παραμυθοῦ, σταμάτησε, τί κρῖμα...Δέν θέλει καλό βαθμό.."....
Δέν ἔβλεπε κανείς πώς τό παραμυθάκι δέν μποροῦσε πιά νά βρεῖ τό "καί μεῖς καλλίτερα" .. ..Τό εἶχε χάσει καί μαράζωσε.....Καί ζήσανε αὐτοί καλά καί κεῖνο ἔσβησε ..
Καί γώ πιά μεγάλωσα πολύ καί δέν ξέχασα τό σβησμένο μου παραμυθάκι.....Κάθε τόσο τοῦ λέω σθεναρά: "Καί μεῖς καλλίτερα, ἀλήθεια σοῦ λέω.....Καί μεῖς καλλίτερα"....
24 Νοέμβρη 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου